μέλος

μέλος
το (ΑM μέλος)
1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.)
2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού ορειβατικού συλλόγου»)
3. άσμα, τραγούδι, μελωδία («μέσ' στ' άνθη τα πολλά κοιμηθήκαμε τέλος μέσ' στ' αηδονιού το μέλος», Χριστόπ.)
4. στον πληθ. τα μέλη
ολόκληρο το σώμα
5. φρ. «κατά μέλη» — κομματιαστά
νεοελλ.
1. γεωλ. τυπική λιθοστρωματική ενότητα που αντιπροσωπεύει τμήμα ενός σχηματισμού με ευκρινή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
2. φρ. «τα μέλη τής εξίσωσης», «τα μέλη τής ανισότητας»
μαθημ. τα μέρη μιας αλγεβρικής παράστασης που βρίσκονται πριν και μετά το σημείο τής ισότητας ή ανισότητας
νεοελλ.-μσν.
φρ. «κόβονται τα μέλη μου» — τρέμουν τα άκρα μου από κούραση ή συγκίνηση
μσν.
1. τμήμα κατοικημένου χώρου
2. ποίημα
3. μουσικό όργανο
4. φρ. «τᾱ μέλη κάποιου» — λεγόταν ως περίφραση αντί τού ονόματος κάποιου
αρχ.
1. η λυρική ποίηση («ἐν μέλεϊ ποιήσας», Ηρόδ.)
2. το λυρικό μέρος τής κωμικής «παραβάσεως»
3. ήχος μουσικού οργάνου
4. έναρθρος ήχος
5. η μορφή τού ανθρώπου, τα χαρακτηριστικά
6. στον πληθ. λυρικά άσματα
7. φρ. α) «μέλη ποιῶ» — διαμελίζω, κομματιάζω
β) «ἐν μέλει» — μελωδικά
γ) «παρά μέλος» — παράφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ένσιγμο ουδ. (πρβλ. γέ-νος < *γένεσ-ος, ἔπ-ος < *ἔπεσ-ος), που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *mel-«μέλος τού σώματος, συνάπτω». Η λ. δεν έχει ακριβή αντίστοιχα σε άλλες γλώσσες, αλλά συνδέεται πιθ. με μια κελτική λέξη με σημ. «αστράγαλος, κότσι» (πρβλ. κορνουαλ. mal, που ανάγεται σε αρχ. τ. *melso). Συνδέεται επίσης με τοχαρ. ΑΒ *malk- «συνδέω, συνάπτω», χεττιτ. malk-«περιπλέκω». Κατ' άλλη άποψη, όχι τόσο πιθανή, συνδέεται με μολεῖν*, μέλλω*. Η αρχική σημ. τής λ. είναι «μέλος σώματος», ενώ η σημ. «άσμα, μελωδία» είναι υστερογενής. Σχετικά με την αρχική σημ. τής λ. έχει διατυπωθεί η άποψη ότι αρχικός τ. ήταν ένα αμάρτυρο *μέλος (πρβλ. ρ. μέλω) με σημ. «αυτό που έχει η καρδιά, φροντίδα, μέριμνα». Κατά την ίδια άποψη, όλα τα σύνθετα σε -μελής και ιδιαίτερα το λυσι-μελής ανάγονται σ' αυτό το μέλος και ιδιαίτερα σε θρησκευτικές, λατρευτικές τελετές και στη χορική ποίηση, από όπου η σημ. «άσμα, μελωδία». Πάντοτε κατά την ίδια άποψη, το συνθ. λυσι-μελής με αρχική σημ. «αυτός που απαλλάσσει από τις έγνοιες» ερμηνεύθηκε ως «λύσιμο τών μελών, χαλάρωση» και έγινε η αρχή για τη γέννηση τής σημασίας «μέλος σώματος», που γενικεύθηκε και στην ίδια τη λ. και στα σύνθετα. Ωστόσο, παρά την ερμηνεία που προσφέρει για τη διπλή σημ. τής λ. μέλος, η προηγούμενη άποψη θεωρείται αμφίβολη (για τη διπλή σημ. τής λ., εξάλλου, πρβλ. ιρλδ. alt «μέλος σώματος» και «ποίημα»). Η χρήση τής λ. μέλος με σημ. «μέλος σώματος» περιορίστηκε από την ύπαρξη παράλληλων τύπων, όπως κῶλον, ἄρθρον.
ΠΑΡ. μελίζω, μελικός
αρχ.
μελιδάριον, μελίδριον, μελίσκιον, μελύδριον, μελώδης
αρχ.-μσν.
μελεάζω, μεληδόν.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μελογράφος, μελοποιός, μελωδός
αρχ.
μελεσίπτερος, μεληγορώ, μελίαμβος, μελοθεσία, μελοκόπος, μελοτυπώ
αρχ.-μσν.
μελουργός
μσν.
μελοτομώ
νεοελλ.
μελόδραμα, μελομανής, μελόφωνο. (Β' συνθετικό) (τα συνθ. σε -μελής ανάγονται στη λ. μέλος με σημ. «μέλος σώματος» και τα νεοελλ. με πρώτο συνθετικό ένα αριθμητικό ανάγονται σε μέλος με σημ. «άτομο ομάδας»): αρτιμελής, ευμελής, ηδυμελής, μονομελής, ολομελής, πλημμελής, πολυμελής
αρχ.
αιγομελής, αστειομελής, βαρυμελής, εκμελής, εμμελής, θελξιμελής, θηλυμελής, λυσιμελής, μικρομελής, νοσομελής, οξυμελής, παμμελής, περισσομελής, πηρομελής, πλεομελής, συμμελής, σωμελής, τειχομελής, τηξιμελής, υγρομελής
νεοελλ.
δεκαμελής, εικοσαμελής, ενδεκαμελής, εξαμελής, ολιγομελής, οκταμελής, πενταμελής, τετραμελής κ.λπ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μέλος — limb neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλος — το 1. μέρος του σώματος: Τον χτυπούσαν σε κάθε μέλος του σώματος. 2. το κάθε άτομο μιας ομάδας ή συνόλου: Πολλά μέλη του κόμματος διαφώνησαν. 3. χορικό, άσμα, τραγούδι: Τα μέλη της τραγωδίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γρηγοριανό μέλος — Όρος με τον οποίο υποδηλώνεται ολόκληρος ο μουσικός πολιτισμός της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, που άνθησε ακόμα και πριν από τον πάπα Γρηγόριο Α’ τον Μέγα, και συνεχίστηκε έως την υστερομεσαιωνική περίοδο. Το Γ.μ. είναι αυστηρά μονοφωνικό και… …   Dictionary of Greek

  • Καρικόν μέλος — Αρχαίος μουσικός ρυθμός καρικής καταγωγής, που είναι γνωστός και ως χορίαμβος. Αποτελείται από τροχαίους και ιάμβους και συνήθιζαν να τον αποδίδουν με αυλό …   Dictionary of Greek

  • μέλει — μέλος limb neut nom/voc/acc dual (attic epic) μέλεϊ , μέλος limb neut dat sg (epic ionic) μέλος limb neut dat sg μέλω to be an object of care pres ind mp 2nd sg μέλω to be an object of care pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονωδία — Μέλος για μια μόνο φωνή χωρίς συνοδεία, που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα έως τον 9o αι., δηλαδή έως την έναρξη της εποχής της πολυφωνίας. Η περίοδος της μ. ονομάστηκε μονωδιακή ή ομοφωνική, όρος που σημαίνει ότι μια ομάδα… …   Dictionary of Greek

  • φτερούγα — Μέλος ή κινητή απόφυση, που επιτρέπει στα πουλιά και σε πολλά έντομα να πετούν. Στα πουλιά οι φ. αντιστοιχούν με τα μπροστινά άκρα των άλλων σπονδυλωτών, και κατά συνέπεια με τα μπράτσα του ανθρώπου. Η φ. αποτελείται από σκελετό χωρισμένο σε 3… …   Dictionary of Greek

  • μελέεσι — μέλος limb neut dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελέεσιν — μέλος limb neut dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελέεσσι — μέλος limb neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”